- νεόφθιτος
- νεόφθιτος, -ον (Α)1. αυτός πάνω στον οποίο κάποιος χρησιμοποίησε βία2. αυτός που πέθανε πρόσφατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + φθιτός (< φθίνω «χάνομαι, πεθαίνω»), πρβλ. πάν-φθιτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεόφθιτος — newly violated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόφθιτον — νεόφθιτος newly violated masc/fem acc sg νεόφθιτος newly violated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek